- μπαλαρμάς
- οείδος βλήματος το οποίο χρησιμοποιούνταν παλαιότερα και το οποίο αποτελούνταν από δύο σφαίρες συνδεδεμένες μεταξύ τους με σύρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. balle ramee «σφαίρες συνδεδεμένες με σύρμα» (< balle «μπάλα, σφαίρα» + rame «στηριγμένος με σύρμα»)].
Dictionary of Greek. 2013.